σιμπίκος
(ουσ. ουδ.)
σ̑ιbίκος
[ʃi'bikos]
Αραβαν.
σιπιλίκος
[sipi'likos]
Γούρδ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şibik = α) προεξοχή β) γωνία.
Mικρό (κωνικό) ύψωμα ή λόφος
ό.π.τ.