σιμπίκος
(ουσ. ουδ.)
σ̑ιbίκος
[ʃiˈbikos]
Αραβαν.
σιπιλίκος
[sipi'likos]
Γούρδ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şibik = α) προεξοχή β) γωνία.
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025