ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λοφί (ουσ. ουδ.) λοφί [loˈfi] Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. λόφιον, υποκορ. του αρχ, ουσ. λόφος.
Μικρός λόφος. Η λ. και ως τοπων. : Άνοιξα την παραθύρα και ξέβα στο λοφί, είπα πέλκι με τζαρπτούν οι πεθαμέν’ και γλυτώνω μιά και καλά (Άνοιξα το παραπόρτι και βγήκα στο λοφάκι, είπα μπορεί να μου ορμήσουν οι πεθαμένοι να γλυτώσω μιά και καλή) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. μυτί, τεπές, ψελάδι