λοφί
(ουσ. ουδ.)
λοφί
[loˈfi]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. λόφιον, υποκορ. του αρχ, ουσ. λόφος.
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025