μυτί
(ουσ. ουδ.)
μυτί
[miˈti]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
Aπό τομεσν. ουσ. μυτίον, το οπ. από το ουσ. μύτη και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι. Η λ. και Θράκ. Πόντ. κ.α.
1. Μύτη
ό.π.τ.
:
Ήρτεν αν τσίκνα σο μυτίν του
(Ήρθε μιά τσίκνα στην μύτη του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Πουρτ σο μυτί σου, Μάρτη!
(Πριτς στη μύτη σου, Μάρτη!)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Άνοιξεν το μυτί τ'
(Άνοιξε η μύτη του, ενν. μάτωσε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Αδαρά να πιάσεις το μυτί μ' να βγει ψή μ'
(Τώρα αν πιάσεις την μύτη μου θα βγει η ψυχή μου, αν με πιάσεις από την μύτη θα σκάσω)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Το μυτί της να πέσ’ κάτω δεν κλινίσκ’ να το πάρ’
(Η μύτη της να πέσει κάτω δεν σκύβει να την πιάσει, είναι τόσο φαντασμένη)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ο γιός σ', πὄσ̑ει το μυτί τ' ίσα μ' εκειά πάνω
(Ο γιός σου, που έχει τη μύτη του ίσα μ' εκεί πάνω)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
’υρίστη τον gώ’ του τσ̑αι έκ-κουασεν σο μυτί του ’γνέντα
(Γύρισε τον κώλο του και έκλασε μπροστά στη μύτη του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Του μυτιού το τ͑υρπί
(Η τρύπα της μύτης˙ το ρουθούνι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σήκωσεν ντο μυτίν ψεά
(Σήκωσε ψηλά τη μύτη˙ έγινε ψωροπερήφανος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Όποιος δεν σε ξέρει και σε μυριστεί, πέφτ' το μυτί του
(Όποιος δεν σε ξέρει και σε μυρίσει, του πέφτει η μύτη˙ λέγεται για ανθρώπους πανούργους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Μπουμπούκι δέντρου
Ανακ.
:
Τ' αμbέλ' δώκεν μυτί
(Το αμπέλι έβγαλε μυτάκια, μπουμπούκιασε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. Λόφος, βουνοκορφή
Ανακ., Ποτάμ., Φάρασ.
:
Έβγαιναμ’ σο βουνό απάνω, σα μυτιά
(Βγαίναμε πάνω στο βουνό, στην κορφή)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ322