ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μύτικα (επίρρ.) μύτικα [ˈmitika] Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. Από αμάρτ. επίθ. μύτικος (< μύτη + επιθμ. -ικός) και το παραγωγ. επίθμ. -ά.
Μπρούμυτα : Η μαρκάλα σέμην ’ς τ’ αγκάθια νεμέσα, πατούσε κι ήρχετο μύτικα και κοντυλούσε κι έπεφτε (Η δράκαινα μπήκε μέσα στα αγκάθια, πατούσε κι ερχόταν μπρούμυτα και σκόνταφτε και έπεφτε) Σινασσ. -Αρχέλ. Έπισεν μύτικα (Έπεσε μπρούμυτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Παλάχ’ να πατείς και να κοντυλάς μύτικα (Να περπατάς στο ίσωμα και να πέφτεις μπρούμυτα˙ αρά) Σίλατ. -Χωλόπ.