μυρίζω
(ρ.)
μυρίζω
[miˈrizo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
μυρίζου
[miˈrizu]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
μυράου
[miˈrau]
Κίσκ., Φάρασ.
Παθ.
μυριζιέμι
[miriˈzʝemi]
Μισθ.
μυρίζουμι
[miˈrizumi]
Μαλακ.
Μτχ.
μυρισμένο
[miriˈzmeno]
Ποτάμ., Σινασσ.
μυρισμένου
[miriˈzmenu]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. μυρίζω = μυρώνω. O τύπ. μυράου με μεταπλ. κατά τα συνηρημένα σε -άω/-ω. Η σημ. ‘οσφραίνομαι' μεσν.
1. Μτβ., μυρίζω, οσφραίνομαι κάτι
Μισθ.
:
Μυρίζου ντου καλό σ' ντου φαΐ
(Μυρίζω το καλό σου το φαΐ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
β.
Μεσοπαθ., μτβ., μυρίζω, οσφραίνομαι κάτι
Μαλακ., Μισθ., ό.π.τ., Σινασσ.
:
Ντου τσ̑ικίτσ̑' πήιν, μυρίστην ντου λύκου
(Η κατσίκα πήγε, μύρισε το λύκο
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Το νύχι μου δε μυρίστηκα
(Δεν μύρισα τα νύχια μου
˙
όταν κατηγορούμαστε άδικα για απρονοησία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Αμτβ., μυρίζω, αποπνέω οσμή
ό.π.τ.
:
Κόρ', εδά μυρίζ' ανθρωπιών κριάς
(Κόρη, εδώ μυρίζει ανθρώπινο κρέας)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Μυρίζ̑’ ινσάνους
(Μυρίζει άνθρωπος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μυρίζ' ντου χορτάρ'
(Μυρίζει το χορτάρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ένα γιόρος ναίκα κουβάλεινε καλά γεμέκια, μύριζαν μπαχάρια, άκ’σαν τα σέλια μ’
(Μια ηλικιωμένη γυναίκα έφερνε ωραία φαγητά, μύριζαν μπαχαρικά, έτρεξαν τα σάλια μου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μυρίζει του στόμαν ντου
(Μυρίζει το στόμα του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ψωμιά ντου μαχαλά ούλου μύριζι
(Ψωμιά, όλη η γειτονιά μύριζε (ενν. να ψήνονται))
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Του παχύ του γουρούν', ατό που ντεν άρεζι, ήταν μέγα, ήταν σερνικό, χόκτιζι, μύριζι
(Το παχύ το γουρούνι, αυτό που δεν τους άρεσε, ήταν μεγάλο, ήταν αρσενικό, βρώμαγε, μύριζε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Παρέα σ' καλό, αλλά μυρίζ΄νι δα π'τάρια σ', πρέπει να φύουμ'
(Η παρέα σου καλή, αλλά μυρίζουνε τα πόδια σου, πρέπει να φύγουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ακούμ' μάνα σ' το γάλα μυρίσ̑' σο στόμα σ'
(Ακόμα της μάνας σου το γάλα μυρίζει στο στόμα σου˙ για τους ανώριμους που κάνουν ότι τα ξέρουν όλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κρομμύδιν τζ̑ό 'φαγα κι, να μυρίσει ο στόμας μου
(Δεν έφαγα κρεμμύδι, για να βρωμάει το στόμα μου˙ Λέγεται όταν κάποιος κατηγορείται άδικα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μυρά καό-πι̂σι̂́
(Μυρίζει καλό/κακό˙ Μοσχοβολάει/βρωμάει)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Χουρσά χουρσά μυρίζ̑'
(Χρυσά χρυσά μυρίζει˙ Ευωδιάζει, μοσχοβολάει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Μάρτης μαρτυρίζει και καλοκαίρης μυρίζει
(Ο Μάρτης μας κάνει να μαρτυρήσουμε, και καλοκαίρι μυρίζει˙ Παρά την κακοκαιρία του Μαρτίου, προμηνύεται το θέρος)
Ανακ.
-Cost.
Είσ' ανdί 'αγού το κάκι, νε μυράς νε κοάς
(Είσαι σαν του λαγού το σκατουλάκι, ούτε μυρίζεις ούτε κολλάς˙ Λέγεται περιφρονητικά για ανθρώπους άβουλους, που δεν αξίζουν ούτε ως φίλοι ούτε ως εχθροί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ότιζ έφαε το σκόρντο, μυρίζει
(Όποιος έφαγε σκόρδο, μυρίζει˙ Όποιος έκανε το αμάρτημα/αδίκημα, θα φανεί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Κουνdουρίζ̑' και καλοκαιρ'νά μυρίζ̑'
(Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει˙ Ο ερχομός του Φεβρουαρίου σημαίνει ότι πλησιάζει το καλοκαίρι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
β.
Για τρόφιμα, μπαγιατεύω, χαλώ
Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
:
Το κιργιάς μύρ’σεν
(Το κρέας μύρισε, χάλασε
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Το ψάρι μυρά 'ς το τσ̑ουφάλι
(Το ψάρι χαλάει από το κεφάλι
˙
Ο αρχηγός είναι υπεύθυνος για όλα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Η μεσοπαθ. μτχ. ως επίθ., αυτός που ευωδιάζει ή βρωμάει
Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ.
:
Βασιλικό μυρισμένο
(Μυρωδάτος βασιλικός)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Αβγό μυρισμένου
(Κλούβιο αβγό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Να πάν’ οι βρωμισμένοι νά ’ρτουν οι μυρισμένοι
(Να φύγουν αυτοί που βρωμούν, να έρθουν αυτοί που μοσχοβολούν˙ λεγόταν σε αυτούς που επρόκειτο να ξενιτευτούν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.