μύρημα
(ουσ. ουδ.)
μύρημα
[ˈmirima]
Μισθ.
Aπό το ρ. μυρίζω, όπου και τύπ. μυράω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και μεσν. ουσ. μύρισμα.
Μυρωδιά
:
Τί μύρημα μύριζι;
(Τι μυρωδιά μύριζε;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
μύρα :1, μυρωδιά :1, χοκού
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025