μύρημα
(ουσ. ουδ.)
μύρημα
[ˈmirima]
Μισθ.
Aπό το ρ. μυρίζω, όπου και τύπ. μυράω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και μεσν. ουσ. μύρισμα.