μύγα
(ουσ. θηλ.)
μύγα
[ˈmiɣa]
Σίλ.
μύα
[ˈmia]
Σίλ.
μύγια
[ˈmiʝa]
Σίλ.
μούγια
[ˈmuʝa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
μούια
[ˈmuia]
Μισθ., Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. μυῖα. Ο τύπ. μύγια ήδη μεσν. Ο τύπ. μούγια νεότ. (Λεξ. Μεούρσ.).
Μύγα
ό.π.τ.
:
Κάτσι μιά μύγα, σκουλούτσασ̑ι κιριάς, έσ̑υρα τα
(Έκατσε μιά μύγα, σκουλήκιασε το κρέας, το πέταξα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μύα έκατσι σ̑έρι μ’ απάνου, ράγκασέ με
(Η μύγα έκατσε πάνω στο χέρι μου, με τσίμπησε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ράσκαλη Ανανία, μύα, καστουρμένη μύα
(Δάσκαλε Ανανία, μύγα, γκαστρωμένη μύγα· σκώμμα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ4
Τσίμπ'σαν μι ντα μούϊις
(Με τσίμπησαν οι μύγες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το γαϊδούρ’ σε κείνο τ’ αραλίχ πιάσεν το μούγια
(Το γαϊδούρι εκείνη την στιγμή το τσίμπησε μύγα)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
Φάημά μας απέσ’ έμπηκι νια μέρμηκα γιά μύγια
(Μέσα στο φαΐ μας μπήκε ένα μυρμήγκι ή μιά μύγα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Πράσ̑ινου μούγια
(Πράσινη μύγα˙ χρυσόμυγα, κρεατόμυγα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Γαϊντουργιού μούγια
(Γαϊδάρου μύγα˙ σκωπτ. για ανθρώπους ενοχλητικούς και φορτικούς)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Αλογιού το μούγια
(Μύγα του αλόγου˙ αλογόμυγα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σκουλούτσα μύα
(Μύγα σκουληκιών˙ η μύγα που γεννάει στο κρέας και το κάνει να σκουληκιάσει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Βρωμιάρα μύγα
(Βρωμιάρα μύγα˙ σκατόμυγα, μύγα που πάει στις κοπριές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Κιάταν ντου σκούdου αβλαdά μύγες
(Σαν το σκύλο κυνηγάει μύγες˙ Για τους τεμπέληδες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ότις έχ' μούγια, λέ'
(Όποιος έχει την μύγα, λένε˙ όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
μαμούτσι, Πβ.
εγιρτζές, μπιγελέκος :1