μυρμήκι
(ουσ. ουδ.)
μερμήτσ̑ι
[merˈmitʃi]
Φάρασ.
μερμήτζ̑ι
[merˈmitʒi]
Φάρασ.
μουρμούκι
[murˈmuci]
Ανακ., Σινασσ.
μουρμούκ'
[murˈmuk]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
μουρμούτσ̑'
[murˈmutʃ]
Μισθ., Τσαρικ.
μορμοκαλί
[mormokaˈli]
Φλογ.
Θηλ.
μουρμούκα
[murˈmuka]
Μαλακ.
μέρμηκα
[ʹmermika]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. μερμήγκιν (< μεταγν. μυρμήκιον), όπου και τύπ. μερμούκι (Λεξ. Κριαρ.), και με κατοπινή υποχωρ. αφομ. [e] - [u] > [u] - [u]. O τύπ. μουρμούκι και Κύπρ. Ο τύπ. μουρμούκα με μεγεθ. επίθμ. -α. Ο τύπ. μέρμηκα απευθείας από το μεσν. ουσ. μέρμηγκας (< αρχ. ουσ. μύρμηξ).
Μυρμήγκι
ό.π.τ.
:
Είνdαι λία μερμήτζ̑α σ’ άγνενdα το μέρου τσ̑αι σ’ απαρντό το μέρου λλ' άβ λιέγα
(Ήταν λιγα μυρμήγκια στην μία μεριά και στην άλλη μεριά άλλα λίγα)
Φάρασ.
-Dawk.
Aν 'ενεί βρεχός, σπέρνει, α ντεν 'ενεί, μαζεύ' τα ντο μουρμούτσ̑'
(Αν βρέξει, σπέρνει ο γεωργός, αν δεν βρέξει, (τον σπόρο) τον μαζεύουν τα μυρμήγκια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μουρμουτσιού φωλιά
(Μυρμηγκοφωλιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Eίdι ένα τοπάλ μουρμούτσ̑'
(Είδε ένα κουτσό μυρμήγκι)
Μισθ.
-Dawk.
Μπιρά πουρμπαdούν ιντσάν' 'αν ντου μορμούτσ̑'
(Οι άνθρωποι περπατούν συνεχώς, σαν τα μυρμήγκια)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Ήρτι μιά μέρμηκα του πλάι μ’ απάνω
(Ήρθε ένα μυρμήγκι πάνω στο πόδι μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φάημά μας απέσ' έbηκι νια μέρμηκα
(Μέσα στο φαΐ μας μπήκε ένα μυρμήγκι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Toυρκού μορμοκαλί
(Μυρμήγκι του Τούρκου˙ μυρμήγκι με κόκκινο κεφάλι, με δυνατό δήγμα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Χριστιανού μορμοκαλί
(Μυρμήγκι του Χριστιανού˙ απλό μαύρο μυρμήγκι, που δεν δαγκώνει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
Τσ̑αι το μερμήντζ̑ιν μπάλι έσ̑ει το ζύ' του
(Ακόμα και το μυρμήγκι έχει το φορτίο του˙ όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και οι πιο ασήμαντοι, έχουν τις έγνοιες τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το μερμήτσ̑ι 'φότεζ έν' μερμήτσ̑ι, τοϋ σ̑ειμωνιού το γαΐτι 'εμώνει τα
(Το μυρμήγκι όταν είναι μυρμήγκι, τις προμήθειες του χειμώνα τις γεμίζει˙ ο σωστός άνθρωπος είναι προνοητικός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.