ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μυτίτσι (ουσ. ουδ.) μυτίτσι [miˈtitsi] Σίλατ. Από το ουσ. μυτί και το υποκορ. επίθμ. -ίτσι.
Μυτούλα : || Ασμ. Ζεβρά ηύρεν έκρουσεν, δεξιά εύρεν και θέρ'σεν,
εφτά βορτώνια φόρτωσεν ωτίτσα και μυτίτσα
(Αριστερά τους βρήκε και τους χτύπησε, δεξιά τους βρήκε και τους θέρισε,
εφτά μουλάρια φόρτωσε με αφτάκια και μυτούλες)
Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.
Συνών. μυτόκκο