μυροπάνι
(ουσ. ουδ.)
μυροπάν'
[miroˈpan]
Σινασσ.
Από τα ουσ. μύρο και πανί.
Λευκό ύφασμα στο οποίο τυλίγεται το νεοβάπτιστο βρέφος
Τροποποιήθηκε: 23/04/2025