μυτόκκο
(ουσ. ουδ.)
μυτόκκου
[miˈtoku]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. μυτί και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μυτούλα
Συνών.
μυτίτσι
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025