μύτη
(ουσ. θηλ.)
μύτη
[ˈmiti]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
μύτσ̑η
[ˈmitʃi]
Σίλ.
μύτα
[ˈmita]
Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
μύτ-τα
[ˈmitta]
Αξ.
μύdα
[ˈmida]
Φλογ.
Αρσ.
μυτής
[miˈtis]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
μύτο
[ʹmito]
Φερτάκ.
Γεν.
μυτσ̑ού
[miʹtʃu]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. μύτη, το οπ. από το αρχ. ουσ. μύτις = εσωτερικό όργανο των μαλακίων. Η σημ. ‘μύτη' μεταγν. Για τον τύπ. γεν. μυτσ̑ού βλ. Κωστάκης (1968: 63).
1. Μύτη
ό.π.τ.
:
Όσα καλά γεμέκια έφαγα, ήρταν ασ' το μύτα μ'
(Όσα καλά φαγητά έφαγα, μου βγήκαν από την μύτη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Άνοιξι μύτσ̑η μου
(Άνοιξε, μάτωσε η μύτη μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μυτσ̑ού τ' τα ντϋdΰνια
(Τα ρουθούνια της μύτης)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσ̑υμυτό μύτα έεις
(Σουβλερή μύτη έχεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το μύτα τ’ τρέχει όιμα
(Η μύτη του τρέχει αίμα)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Tονανού κόφτει το μύdα τ', και τονανού κόφτει τ’ ωdί τ'
(Ενός του κόβει την μύτη, και άλλου του κόβει το αφτί)
Φλογ.
-Dawk.
Έβγαλαν ένα χταπόd’ ασ’ το μύτα τ’
(Έβγαλαν έναν πολύποδα από την μύτη του)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Βάζουμ’ σο μύτα τ’ τυμιάμα, σταυρώνουμ’ τα χέρια
(Βάζουμε στην μύτη του (ενν. του νεκρού) θυμίαμα, του σταυρώνουμε τα χέρια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Μύτας τυρπί
(Τρύπα της μύτης˙ ρουθούνι)
Μισθ., Φλογ., Γούρδ.
-Καράμπ.
Μύτσ̑ης μου τρύπα
(Τρύπα της μύτης μου˙ ρουθούνι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έχει μύτσ̑η
(Έχει μύτη˙ α) είναι ψηλομύτης β) είναι μυτερός)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σηκών' μύτα
(Σηκώνει μύτη˙ έγινε ακατάδεκτος)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ψέλωσε μύτ-τα σ'
(Ψήλωσε η μύτη σου˙ έγινες ψωροπερήφανος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μο το φκυάρ’ σο μύτα τ’ δέ μο να γετισ̑τίεις
(Ούτε με το φτυάρι δεν μπορείς να φτάσεις στην μύτη του˙ είναι ψηλομύτης)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ας έρτουν ασ’ μύτα σ’
(Να σου βγούν από τη μύτη˙ αρά προς όποιον αποκομίζει οφέλη που δεν αξίζει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τ' μύτ-τα τ' βρώμος ντε παίρ'
(Η μύτη του μυρωδιά δεν παίρνει˙ είναι αναίσθητος, αδιάφορος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κοιλιά ’ς μύτα
(Με την κοιλιά στη μύτη˙ έγκυος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Τό έξυπνο πουλί ασ' τη μύτη τ’ πιάνεται
(Το έξυπνο πουλί από την μύτη του πιάνεται˙ Οι πολλές πονηριές κάποτε πληρώνονται)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Με την gασβάραν τού 'νενgώθει, ο μυτής του στα κάκε λειψόν τζ̑ου 'ίνεται
(Όποιος γυρνάει με τον κόρακα, η μύτη του δεν λείπει από τα σκατά˙ όποιος συναναστρέφεται κακούς ανθρώπους, μπλέκει και δυσφημείται)
-Λουκ.Λουκ.
β.
Ράμφος
Μισθ.
:
Τσαλιαχιού μύτα τσείδι γαμbούρ'
(Το ράμφος του αετού είναι γαμψό
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απάνω σ’ ένα κάπνη στέκεται ένα Τεού πουλί με ψελά πράγια, με μέγα γουργούρι και μακρύ μύτα
(Πάνω σε μιά καπνοδόχο στέκεται ένα πουλί του Θεού με ψηλά πόδια, με μεγάλο λαιμό και μακρύ ράμφος
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
2. Άκρη, απόληξη
Τελμ., Φερτάκ.
:
Αγοράζουν κι ένα σαν κόκκαλο είναι, μικρό· απάνω τ’ χοντρό και ο μύτο τ’ ψιλό
(Αγοράζουν και κάτι σαν κόκκαλο, μικρό· το πάνω μέρος του είναι χοντρό και η μύτη του λεπτή)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κυφλό είναι εκείνο, μύτη dεν έχει
(Τυφλό είναι εκείνο (ενν. το απόστημα), δεν έχει μυτερή απόληξη)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
β.
Κορφή βουνού ή δέντρου
Μισθ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Βουνιού μύτα
(Κορφή βουνού
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Επήρεν ντο και ανέβην 'ς ένα μύτα
(Το πήρε και ανέβηκε σε μιά κορφή
)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ανέβην σου μεϊβαδιού σ̑η μύτα
(Ανέβηκε στην κορφή του οπωροφόρου δέντρου
)
Τελμ.
-Dawk.
Του ρουσ̑ού ο μυτής
(Η κορφή του βουνού
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
|| Παροιμ.
Έγ̇ιντίζ̑εις και ανεβαίνεις σου καβαχιού σο μύτα και σόνgρανταν ο θεός καταβάζ̑ει σε ση ρίζα τ'
(Ψηλώνεις και ανεβαίνεις στην κορφή της λεύκας, και μετά ο Θεός σε κατεβάζει στη ρίζα της
˙
οι τύχες των ανθρώπων είναι μεταβλητές)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.