άκρα
(ουσ. θηλ.)
άκρα
[ˈakra]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ.
νάκρα
[ˈnakra]
Αξ., Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
άκρια
[ˈakria]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. ἄκρη (< αρχ. ἄκρα). Η σημ. ως εμπρόθ. προσδ. αιτίας από τουρκ. επίδρ. (< uç = α) άκρη β) αιτία), βλ. Αναστασιάδης (1976: 126-127).
1. Άκρη
ό.π.τ.
:
Έσ'κα του τσ̑ην άκρα
(Το έβαλα στην άκρη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φυλάγνει χωριού νάκρα
(Παραμένει στην άκρη του χωριού)
Φλογ.
-Dawk.
Πήγεν θάλασσα το νάκρα
(Πήγε στην άκρη της θάλασσας)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Στράτας νάκρα κάετ' ένα γιορόν' ιντσ̑άνος
(Στην άκρη του δρόμου κάθεται ένας γέρος άνθρωπος)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Φρ.
Βουνιού τσ̑ην άκρα
(Στην άκρη του βουνού˙ Στους πρόποδες του βουνού)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Απάνω νάκρα 'ναι
(Είναι η επάνω άκρη, το άνω όριο˙ Είναι τετραπέρατος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
κενάρι :1, λώμα
2. Τέλος
Αξ., Μαλακ.
:
Ας πάμ' τσ̑άως κόσμοζιου νάκρα
(Ας πάμε ως τα πέρατα του κόσμου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Ασ' νάκρα, να δεις χαγίρ
(Ως το τέλος να δεις προκοπή˙ Ευχή)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Θεού νάκρα
(Τέρμα Θεού˙ Στα πέρατα του κόσμου, πολύ μακριά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Χεογιού ντου νάκρα
(Του Θεού η άκρη˙ Η άκρη, το τέλος του κόσμου)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
έβγα, τέλος
3. Αιτία
Αξ., Φάρασ.
:
Αdιdζ̑εί την άκρα
(Γι' αυτό τον λόγο)
Φάρασ.
-Dawk.
Απιδού στην άκρα τζ̑ο πααίνω
(Γι' αυτό τον λόγο δεν πηγαίνω)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Φρ.
Ασ' το 'μόν νάκρα
(Από την δική μου άκρη˙ για μένα, εξαιτίας μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Στου αυτενού του την άκρα το στσ̑υλ-λίν ντου τζ̑ό κρουν ντα
(Εξαιτίας του αφεντικού του δεν χτυπάνε το σκυλί˙ πρέπει να τιμωρούμε τον πραγματικό υπαίτιο και όχι να τα βάζουμε με κάποιον αδύναμο υφιστάμενό του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ατσ̑είνος του κλαί' χώρας την άκρα, 'πομένει 'σ' τα 'φτάλμε του
(Εκείνος που κλαίει εξαιτίας συμφορών των άλλων, ξεμένει χωρίς μάτια˙ αν ασχοληθούμε με ξένες υποθέσεις πριν από τις δικές μας, θα ζημιωθούμε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
από, για, νιαμάς, σεμπέμπης