ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άκουμα (ουσ. ουδ.) άκουμα [ˈakuma] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. Από το ρ. ακούω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. το ήδη αρχ. ουσ. ἄκουσμα.
Άκουσμα, ακρόαση ό.π.τ. Πβ. ακουή
Τροποποιήθηκε: 17/12/2024