άκουμα
(ουσ. ουδ.)
άκουμα
[ˈakuma]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
Από το ρ. ακούω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. το ήδη αρχ. ουσ. ἄκουσμα.