ακιλσούζης
(επίθ.)
αχ̇ιλσούζης
[axilˈsuzis]
Φάρασ.
αχ̇ιλσούζη
[axilˈsuzi]
Φάρασ.
ακουλσούζ̑'
[akulˈsuʒ]
Αραβαν.
Θηλ.
αχ̇ιλσούζα
[axilˈsuza]
Φάρασ.
Ουδ.
αχ̇ιλσούζι
[axilˈsuzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. akılsız = άμυαλος.