ακέρδητος
(επίθ.)
ακέρντητος
[aˈcerditos]
Μαλακ.
ακέρδετος
[aˈcerðetos]
Ανακ.
ακέρδωτο
[aˈcerðoto]
Τελμ.
Από το μεσν. επίθ. ἀκέρδητος (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το στερητ. πρόθμ. α- και το επίθ. κερδητός του ρ. κερδίζω, όπου και τύπ. κερδώ.
Αυτός που δεν μπορεί να κερδηθεί
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ετός κόσμος ακέρδετο, ας το κερδίσουν τ’ άια
(Αυτός ο κόσμος δεν κερδίζεται, ας τον κερδίσουν οι άγιοι˙ Για την ματαιότητα των υλικών αγαθών)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Ο κόσμος ένι ακέρδωτο, και κανείς δεν τον κερδά τον
(Ο κόσμος δεν μπορεί να κερδηθεί και κανείς δεν τον κερδίζει)
Τελμ.
-Lag.
Να ’χα τα πένdε μ’ αδέλφια, να κέρντειναν τον κόσμο
και το κόσμος ακέρντητος και ποιος να το κερντείνει·
ας το κερντείνουν τα βουϊνά, κι ας το κερντείνουν γι άλλοι
(Να 'χα τα πέντ' αδέλφια μου, να κέρδιζαν τον κόσμοκι ο κόσμος είν' ακέρδητος και ποιος να τον κερδίσει·
ας το κερδίσουν τα βουνά, ας τον κερδίσουν οι άλλοι) Μαλακ. -Νίγδελ.Λ.
και το κόσμος ακέρντητος και ποιος να το κερντείνει·
ας το κερντείνουν τα βουϊνά, κι ας το κερντείνουν γι άλλοι
(Να 'χα τα πέντ' αδέλφια μου, να κέρδιζαν τον κόσμοκι ο κόσμος είν' ακέρδητος και ποιος να τον κερδίσει·
ας το κερδίσουν τα βουνά, ας τον κερδίσουν οι άλλοι) Μαλακ. -Νίγδελ.Λ.