αϊράνι
(ουσ. ουδ.)
αϊράν'
[aiˈran]
Ανακ.
αριἀν'
[aˈrʝan]
Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
αριἀσ'
[aˈrʝas]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
αριάζ'
[aˈrʝaz]
Μισθ., Φλογ.
Μεσν. ουσ. αϊράνιν, το οπ. από το τουρκ. ουσ. ayran. Η λ. σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 63). Ο τύπ. αριάν' από το τουρκ. διαλεκτ. τύπ. aryan. Ο τύπ. αριάσ' αναλογ. προς άλλα ουδ. σε -σ'.
1. Αποβουτυρωμένο γάλα που προκύπτει από το χτύπημα στο δουρβάνι
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Αν σωρευούταν το βούτ'ρο, παίρισ̑καν το και το νερό νιγότανε αριάς, και το αριάς νιγότανε λόρος
(Αν είχε μαζευτεί το βούτυρο, ενν. από το δρουβάνισμα, το έπαιρναν, και το υγρό που απέμενε γινόταν αϊράνι, και το αϊράνι γινόταν άπαχο τυρί)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Αϊράνι, δροσιστικό ποτό από αραιωμένο γιαούρτι με νερό
ό.π.τ.
:
Τσι ντου αργιαλού φαΐ σ̑άνουμ' ντου μι ντου αριάζ'
(Το αργιαλού φαΐ το φτιάχνουμε με αΐράνι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Ασ' το γάλα κάγεν το στόμα τ', και τ' αριάσ' φυσά και πσ̑ίν' ντο
(Από το γάλα κάηκε το στόμα του και το αριάνι το φυσά και το πίνει˙ όταν πάθεις κάποια ζημιά είσαι προσεκτικός και στα πιο απλά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
τσαλκαμάς
3. Μτφ., λάσπη με πετραδάκια για παραγέμισμα διάκενων στις πέτρες τοιχοδομής
Τσαρικ.