ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αϊνής (επίθ.) αϊνής [aiˈnis] Φάρασ. Ουδ. αϊνί [aiˈni] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. aynı = α) ίδιος, όμοιος β) ως επίρρ., ακριβώς.
Ίδιος, όμοιος : Ση βασιλείαν ’πέσου αϊνής του τζ̑οὔτουν (Δεν είχε τον όμοιό του μέσα σε όλο το βασίλειο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. τίπκι, Αντίθ άλλος, μπασκά, χόσι
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025