αϊνής
(επίθ.)
αϊνής
[aiˈnis]
Φάρασ.
Ουδ.
αϊνί
[aiˈni]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. aynı = α) ίδιος, όμοιος β) ως επίρρ., ακριβώς.
Ίδιος, όμοιος
:
Ση βασιλείαν 'πέσου αϊνής του τζ̑οὔτουν
(Δεν είχε τον όμοιό του μέσα σε όλο το βασίλειο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
τίπκι