αϊνής
(επίθ.)
αϊνής
[aiˈnis]
Φάρασ.
Ουδ.
αϊνί
[aiˈni]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. aynı = α) ίδιος, όμοιος β) ως επίρρ., ακριβώς.