αιθάλη
(ουσ. θηλ.)
αιθάλη
[eˈθali]
Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. αἰθάλη.
Καπνιά, αιθάλη
Συνών.
μούντζα
Τροποποιήθηκε: 13/05/2025