ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αθρωποσύνη (ουσ. θηλ.) αρωποσύνη [aropoˈsini] Αραβαν. αρωποσ̑ύν' [aropoˈsin] Αραβαν., Μισθ. αρωπ'σύν' [aropsin] Μισθ. Από το ουσ. άθρωπος, όπου και τύπ. άρωπος και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Ανθρωπιά, ευγενική συμπεριφορά ό.π.τ. : Αρωπ'σύν' απάνου σ' ντεν έεις; (Δεν έχεις ανθρωπιά πάνω σου;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ινσανλίκι, ινσανοσύνη