αθρωποσύνη
(ουσ. θηλ.)
αρωποσύνη
[aropoˈsini]
Αραβαν.
αρωποσ̑ύν'
[aropoˈsin]
Αραβαν., Μισθ.
αρωπ'σύν'
[aropsin]
Μισθ.
Από το ουσ. άθρωπος, όπου και τύπ. άρωπος και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Ανθρωπιά, ευγενική συμπεριφορά
ό.π.τ.
:
Αρωπ'σύν' απάνου σ' ντεν έεις;
(Δεν έχεις ανθρωπιά πάνω σου;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ινσανλίκι, ινσανοσύνη