ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ινσανλίκι (ουσ. ουδ.) ιντσανλίκ' [intsanˈlik] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. insanlık = α) ανθρωπιά β) ανθρωπότητα.
Ανθρωπιά : Τα καλοσύνια, τερμπιέ μας, ιντσανλίκ' μας (Η καλοσύνη μας, οι τρόποι μας, η ανθρωπιά μας) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Συνών. αθρωποσύνη, ινσανοσύνη
Τροποποιήθηκε: 12/12/2024