ινσανλίκι
(ουσ. ουδ.)
ιντσανλίκ'
[intsanˈlik]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. insanlık = α) ανθρωπιά β) ανθρωπότητα.
Ανθρωπιά
:
Τα καλοσύνια, τερμπιέ μας, ιντσανλίκ' μας
(Η καλοσύνη μας, οι τρόποι μας, η ανθρωπιά μας)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
αθρωποσύνη, ινσανοσύνη