ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιντσιρλούς (επίθ.) ιντσ̑ιρλούς [intʃirˈlus] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. incirli = αυτὀς που περιέχει σύκα
Αυτός που είναι φτιαγμένος από ή περιέχει σύκα : Μο το ζωμί φτένκανι ήψημα, γαπαχλούς, ουζουμλούς, ιντσιρλούς κρεσί (Με τον χυμό (των σταφυλιών) φτιάχνανε πετιμέζι, και κρασί από κολοκύθια, σταφύλια και σύκα) Φάρασ. -Παπαδ.
β. Πετιμέζι με σύκα
γ. Ρετσέλι
δ. Γλυκό από σταφύλια και σύκα