ιντσιρλούς
(επίθ.)
ιντσ̑ιρλούς
[intʃirˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. incirli = αυτὀς που περιέχει σύκα
Αυτός που είναι φτιαγμένος από ή περιέχει σύκα
:
Μο το ζωμί φτένκανι ήψημα, γαπαχλούς, ουζουμλούς, ιντσιρλούς κρεσί
(Με τον χυμό (των σταφυλιών) φτιάχνανε πετιμέζι, και κρασί από κολοκύθια, σταφύλια και σύκα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
β.
Πετιμέζι με σύκα
γ.
Ρετσέλι
δ.
Γλυκό από σταφύλια και σύκα