ιντζίρι
(ουσ. ουδ.)
ινdζ̑ίρ'
[iˈnʤir]
Αραβαν., Ουλαγ.
ιντσ̑ίρι
[inˈtʃiri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. incir = σύκο (< παλαιότ. ancīr, το οπ. απώτερης ελλ. αρχής από το μεσν. ἀγγούριον).