ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιντζίρι (ουσ. ουδ.) ινdζ̑ίρ' [iˈnʤir] Αραβαν., Ουλαγ. ιντσ̑ίρι [inˈtʃiri] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. incir = σύκο (< παλαιότ. ancīr, το οπ. απώτερης ελλ. αρχής από το μεσν. ἀγγούριον).
1. Σύκο ό.π.τ. Συνών. σύκο
2. Συκιά Ουλαγ. Συνών. σύκο