ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιντζίρι (ουσ. ουδ.) ινdζ̑ίρ' [iˈnʤir] Αραβαν., Ουλαγ. ιντσ̑ίρι [inˈtʃiri] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. incir = σύκο (< παλαιότ. ancīr, απώτερης ελλ. αρχής από το μεσν. ἀγγούριον).
1. Σύκο ό.π.τ.
2. Συκιά Ουλαγ.
Συνών. σύκο
Τροποποιήθηκε: 27/08/2025