ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιπουπούκα (ουσ. θηλ.) ιπουπούκα [ipuˈpuka] Αραβαν., Γούρδ. ιπιπίξα [ipiˈpiksa] Φλογ. ιbιbούκος [ibiˈbukos] Σινασσ. μπουbουbούτσ̑' [bubuˈbutʃ] Μαλακ. ιbιbίκα [ibiˈbika] Αραβαν. ιbουbούκα [ibuˈbuka] Αραβαν. ιbιbίξα [ibiˈbiksa ] Ανακ. Πιθ. αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. ibibik = τσαλαπετεινός, όπου και διαλεκτ. τύπ. ibibuk, ibibük, ibubuk (βλ. THADS, λ. ibabap), το οπ. πιθ. από το μεταγν. ποῦπος (η λ. απώτερα ηχομιμητ., πβ. και αρχ ουσ. ἔποψ). Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η αναγωγή των τουρκ. τύπ. σε ένα αμάρτ. *πουπούκα, το οπ. από το ποῦπος και το επίθμ. -κα, ή με -ούκα αναλογ. προς άλλα ουσ. σε -ούκα. Αναφορικά με τη χρήση του πουπου- για τον σχηματισμό λέξεων με την σημ. 'τσαλαπετεινός’ σε διάφορες ν.ε. διαλ., πβ. κυπρ. πουπούξ̑ος, θρακ., μακεδ. πούπουτας, απουλ. πουπούσ̑α, θεσσ. μπούbζ'α.
To πουλί τσαλαπετεινός (Upupa epops) ό.π.τ. : Ιbιbίξα ξέβην; Ήρτεν καλοκαίρης (Φάνηκε ο τσαλαπετεινός; Ήρθε το καλοκαίρι) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. πουπουδίτσα, Πβ. ιμπιμπίκα