ιραντέ
(ουσ. ουδ.)
ιραdέ
[iraˈde]
Αραβαν.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. irade = α) βούληση β) διάταγμα.
Διάταγμα
:
Τότε πατισ̑άχοζ βγαλλίσ̑κει ένα ιραdέ και λέει
(Τότε ο βασιλιάς βγάζει ένα διάταγμα και λέει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.