ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιραντέ (ουσ. ουδ.) ιραdέ [iraˈde] Αραβαν. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. irade = α) βούληση β) διάταγμα.
Διάταγμα : Τότε πατισ̑άχοζ βγαλλίσ̑κει ένα ιραdέ και λέει (Τότε ο βασιλιάς βγάζει ένα διάταγμα και λέει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.