ιπρεντίζω
(ρ.)
ιπρενdίζω
[iprenˈdizo]
Μαλακ.
ιμπρενdίζω
[imprenˈdizo]
Φάρασ.
ιμπρενdίζου
[imprenˈdizu]
Φάρασ.
ιπρενdώ
[iprenˈdo]
Σινασσ.
Αόρ.
ιπρέντ'σα
[iˈprentsa]
Μαλακ.
Από του τουρκ. ρ. imrenmek (αόρ. imrendi) = ζηλεύω, λαχταρώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ορέγομαι, λιμπίζομαι
ό.π.τ.