ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιπρεντίζω (ρ.) ιπρενdίζω [iprenˈdizo] Μαλακ. ιμπρενdίζω [imprenˈdizo] Φάρασ. ιμπρενdίζου [imprenˈdizu] Φάρασ. ιπρενdώ [iprenˈdo] Σινασσ. Αόρ. ιπρέντ'σα [iˈprentsa] Μαλακ. Από του τουρκ. ρ. imrenmek (αόρ. imrendi) = ζηλεύω, λαχταρώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ορέγομαι, λιμπίζομαι ό.π.τ.