ιντζί
(ουσ. ουδ.)
ινdζί
[inˈdzi]
Σίλ.
Πληθ.
ινdζ̑ίρια
[inˈʤirʝa]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. inci = μαργαριτάρι.
Μαργαριτάρια
:
Θα ποίκα ένα παιδί και ένα κορίτσ̑' και άνdo έκλαιαν, να κουπώσαν ινdζ̑ίρια
(Θα κάνω ένα αγόρι και ένα κορίτσι και όταν θα κλαίνε θα χύνουν (δάκρυα) μαργαριτάρια)
Τελμ.
-Dawk.
Οπ’ σοκάχı γέβηνι σακτζής που πούλεινι ινdζί, τσ̑εβρέ, τϋρλΰ νεμέτσ̑α για τις ’εναίκες
(Απ’ τον δρόμο περνούσε ένας πραματευτής που πουλούσε μαργαριτάρια, καλύπτρες και διάφορα πράγματα για τις γυναίκες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
Συνών.
μαργαριτάρι