ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιντζί (ουσ. ουδ.) ινdζί [inˈdzi] Σίλ. Πληθ. ινdζ̑ίρια [inˈʤirʝa] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. inci = μαργαριτάρι.
Μαργαριτάρια : Θα ποίκα ένα παιδί και ένα κορίτσ̑' και άνdo έκλαιαν, να κουπώσαν ινdζ̑ίρια (Θα κάνω ένα αγόρι και ένα κορίτσι και όταν θα κλαίνε θα χύνουν (δάκρυα) μαργαριτάρια) Τελμ. -Dawk. Οπ’ σοκάχı γέβηνι σακτζής που πούλεινι ινdζί, τσ̑εβρέ, τϋρλΰ νεμέτσ̑α για τις ’εναίκες (Απ’ τον δρόμο περνούσε ένας πραματευτής που πουλούσε μαργαριτάρια, καλύπτρες και διάφορα πράγματα για τις γυναίκες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3 Συνών. μαργαριτάρι