ίππουρνου
(ουσ.)
ίππουρνου
[ˈipurnu]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. itburnu = αγριοτριανταφυλλιά (Rosa canina), όπου και διαλεκτ. τύπ. ibburnu (πβ. Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου 1960: 137).
Το φυτό κυνόσβατος (Rosa sempervirens), κοινώς αγριοτριανταφυλλιά