ίπτε
(επίρρ.)
ίπτε
[ˈipte]
Ουλαγ., Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. ipdin και ipti = αρχικά, στην αρχή (THADS, τ. VII, λ. iptil, τ. XII, λ. ipti). Κατά τον Κεσίσογλου (1951: 115), από το τουρκ. επίρρ. ipten.
Πρώτα
ό.π.τ.
:
Ίπτε εκείνο ήρτε
(Πρώτα εκείνος ήρθε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ίπτε παίνου ντα μπαϊράκια, σόγνα ντα παπάγια ντα ψάλντνα
(Πρώτα (κατά την κηδεία) πηγαίνουν τα λάβαρα, μετά οι παπάδες που ἐψελναν)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λύκος ίπτε πιάν' παρτζαλατά το μαύρο κ' ύστερα σαρι̂λτά πογτά το ποζαράχ και τρώει, χορτάν’ το καργιά τ'
(O λύκος πρώτα πιάνει, κομματιάζει το μαύρο (βόδι), και ύστερα αγκαλιάζει, πνίγει το γκρίζο και τρώει, χορταίνει την κοιλιά του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
αρχή :3, αρχή :4, εμπρός, ιπτενού, σιφτάχι