ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιρεντίζω (ρ.) ιρεdίζω [ireˈdizo] Μαλακ. Από τον αόρ. iğrendi του τουρκ. ρ. iğrenmek = σιχαίνομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. irenmek.
Αηδιάζω, σιχαίνομαι
Τροποποιήθηκε: 18/10/2024