ιρεντίζω
(ρ.)
ιρεdίζω
[ireˈdizo]
Μαλακ.
Από τον αόρ. iğrendi του τουρκ. ρ. iğrenmek = σιχαίνομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. irenmek.
Αηδιάζω, σιχαίνομαι