ίρνος
(ουσ. αρσ.)
ίρνος
[ˈirnos]
Ποτάμ.
ίρνο
[ˈirno]
Ποτάμ.
γίρνος
[ˈʝirnos]
Ποτάμ.
Πιθ. από το αρχ. ουσ. ἐρινεός.
Άγρια συκιά