ισιεύω
(ρ.)
γισ̑εύου
[ʝiˈʃevu]
Μισθ.
Παθ.
γισ̑ιβιέμι
[ʝiʃiˈvʝemi]
Μισθ.
Από το επίθ. ίσιος, όπου και τύπ. γίσ̑ου, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το μεσν. ρ. ἰσεύω = κατανέμω.
1. Τακτοποιώ
:
Γίσ̑ιβαμ’ ντα στρώις τὄνα 'ς τ’ άλλου απάν’
(Τακτοποιούσαμε τα στρώματα το ένα πάνω στο άλλο)
-Κοτσαν.
Συνών.
αραλατίζω :2, γαραλαΐζω :1, ισιάζω, ορθώνω
2. Μεσοπαθ., τακτοποιούμαι, φτιάχνομαι
Συνών.
γερλεστίζω :1