ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ισιεύω (ρ.) γισ̑εύου [ʝiˈʃevu] Μισθ. Παθ. γισ̑ιβιέμι [ʝiʃiˈvʝemi] Μισθ. Από το επίθ. ίσιος, όπου και τύπ. γίσ̑ου, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το μεσν. ρ. ἰσεύω = κατανέμω.
1. Τακτοποιώ : Γίσ̑ιβαμ’ ντα στρώις τὄνα 'ς τ’ άλλου απάν’ (Τακτοποιούσαμε τα στρώματα το ένα πάνω στο άλλο) -Κοτσαν. Συνών. αραλατίζω :2, γαραλαΐζω :1, ισιάζω, ορθώνω
2. Μεσοπαθ., τακτοποιούμαι, φτιάχνομαι Συνών. γερλεστίζω :1