ισλαντώ
(ρ.)
ισλανdώ
[islanˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. ıslanmak (αόρ. ıslandı) = βρέχομαι.
Βρέχω -ομαι, μουσκεύω -ομαι
:
Ως παγαίν-νουσ̑ι, 'εν̑ίσκιτι μιά βροσ̑ή· καλά καλά ισλανdούσ̑ι
(Καθώς πηγαίνουν γίνεται μιά βροχή· βρέχονται για τα καλά)
Σίλ.
-Dawk.
Ισλάντσ̑ισά τα τσ̑η σκάφην ένα ένα
(Τα μούσκεψα (τα ρούχα) στην σκάφη ένα ένα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.