ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ισλαντώ (ρ.) ισλανdώ [islanˈdo] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. ıslanmak (αόρ. ıslandı) = βρέχομαι.
Βρέχω -ομαι, μουσκεύω -ομαι : Ως παγαίν-νουσ̑ι, 'εν̑ίσκιτι μιά βροσ̑ή· καλά καλά ισλανdούσ̑ι (Καθώς πηγαίνουν γίνεται μιά βροχή· βρέχονται για τα καλά) Σίλ. -Dawk. Ισλάντσ̑ισά τα τσ̑η σκάφην ένα ένα (Τα μούσκεψα (τα ρούχα) στην σκάφη ένα ένα) Σίλ. -Κωστ.Σ.