ισαράτι
(ουσ. ουδ.)
ισ̑αράτι
[iʃaˈrati]
Φάρασ.
ισ̑α̈ρα̈́τι
[iʃæˈræti]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. işaret (< αραβ. işāra(t)) = σημάδι.
Σημείο, σημάδι, μήνυμα
ό.π.τ.
:
Έν' Θεού ισαράτι
(Είναι σημάδι απ' τον Θεό, είναι θέλημα Θεού)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.