ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ισαράτι (ουσ. ουδ.) ισ̑αράτι [iʃaˈrati] Φάρασ. ισ̑α̈ρα̈́τι [iʃæˈræti] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. işaret (< αραβ. işāra(t)) = σημάδι.
Σημείο, σημάδι, μήνυμα ό.π.τ. : Έν' Θεού ισαράτι (Είναι σημάδι απ' τον Θεό, είναι θέλημα Θεού) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.