-ίσκω
(επίθμ.)
-ίσκω
[-ˈisko]
Καππ.
-ίσ̑κω
[-ˈiʃko]
Καππ.
-ίσκου
[-ˈisku]
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
-ίσ̑κου
[-ˈiʃku]
Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
-έσκω
[-ˈesko]
Φάρασ.
-ίξω
[-ˈikso]
Μισθ.
-ίξου
[-ˈiksu]
Μαλακ., Μισθ.
Αρχ. επίθμ. -ίσκω, που χρησιμοποιούταν για τον σχηματ. ενεστωτ. τύπ. οξύτονων αρχικά ρ. Φαίνεται ότι αυτή η σύνδεσή του με τον σχηματ. μη συνοπτικών τύπων οδήγησε στην επέκτ. της χρήσης του για τον σχηματ. μη συνοπτικών τύπων σε περιπτώσεις όπου οι εξελίξεις από την ελνστ. περίοδο και μετά οδήγησαν στην εμφάνιση όμοιων τύπων πρτ. και αορ., πιθ. αρχικά σε ερρινόληκτα σε -ύνω (Χατζιδάκης, ΜΝΕ Α': 299 κεξ.). Στην συνέχεια, επεκτάθηκε τόσο σε άλλα ερρινόληκτα ρ. (βλ. την σχετική συζήτηση στο CGMG: 1296 κεξ.) καθώς και σε άλλα ρ. όπου η απουσία σιγματικών αορ. οδηγούσε στην δυσκολία διάκρισης μεταξύ πρτ. και αορ. Δεν είναι απίθανο η εισαγωγή του -ισκ- να έγινε ενίοτε πρώτα στον πρτ. και στην συνέχεια να επεκτάθηκε αναλογ. στον ενεστ. (βλ. και Dawkins 1916: 129). Κατά τον Αρχέλαο (Αρχέλαος 1899: 153), στην Σινασσ. υπάρχουν διπλοί τύπ. ρ., με και χωρίς το επίθμ. -ίσκ-, (πλύνω/πλυνίσκω, φέρω/φερίσκω) εκ των οπ. ο πρώτος δηλώνει στιγμιαίο και ο δεύτερος διαρκές ποιόν ενεργείας.
1. Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ενεστωτ. τύπ.
ό.π.τ.
:
βγαλλίσκω
(βγάζω)
Φάρασ., Σινασσ., Τελμ., Γούρδ.
βραδυνίσκει
(βραδυάζει)
Μισθ., Φλογ., Αξ.
παχυνίσκω
(παχαίνω)
Μισθ., Σίλ., Αξ., Γούρδ.
2. Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. τύπ. παράλληλων με την πρωτότυπη λέξη και οι οποίοι δηλώνουν μεγαλύτερη εξακολουθητικότητα
Σινασσ.
:
πλυνίσκω
(εξακολουθώ να πλένω)
Σινασσ.