ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ισμάρι (ουσ. ουδ.) ισ̑μάρι [iˈʃmari] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. işmar = νεύμα.
Νεύμα ό.π.τ. : Φτένω ισ̑μάρι (Κάνω νεύμα) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Φτέγκινι ισ̑μάρι μο τα σ̑έρα του κι 'α μα φσάξουνι (Έκανε νοήματα με τα χέρια της ότι θα με σφάξουν) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γνέψιμο