ισμάρι
(ουσ. ουδ.)
ισ̑μάρι
[iˈʃmari]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. işmar = νεύμα.
Νεύμα
ό.π.τ.
:
Φτένω ισ̑μάρι
(Κάνω νεύμα)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Φτέγκινι ισ̑μάρι μο τα σ̑έρα του κι 'α μα φσάξουνι
(Έκανε νοήματα με τα χέρια της ότι θα με σφάξουν)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
γνέψιμο