γνέφω ( ρ.
)
γνεύω
[ˈɣnevo]
Αραβαν., Γούρδ.
γνέφτου
[ˈɣneftu]
Φάρασ.
Αόρ.
ώνεψα
[ˈonepsa]
Φάρασ.
...
γνέψιμο
(ουσ. ουδ.)
γνέψιμο
[ˈɣnepsimo]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το νεότ. ουσ. γνέψιμο, το οπ. με ουσιαστικοπ. του μεσν. επιθ. νεύσιμος.