ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γογιάνι (επίθ.) γογιάνι [ɣοˈʝani] Σίλ. Από την μτχ. koyan του τουρκ. διαλεκτ. ρ. koymak = α) εντυπωσιάζομαι β) γοητεύομαι γ) συγκινούμαι.
Στενόχωρος, λυπητερός : Τραγούρησέ μου ένα γογιάνι τραγούρι (Τραγούδησέ μου ένα λυπητερό τραγούδι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. πονηρός :3, στενάχωρος