γογιάνι
(επίθ.)
γογιάνι
[ɣοˈʝani]
Σίλ.
Από την μτχ. koyan του τουρκ. διαλεκτ. ρ. koymak = α) εντυπωσιάζομαι β) γοητεύομαι γ) συγκινούμαι.
Στενόχωρος, λυπητερός
:
Τραγούρησέ μου ένα γογιάνι τραγούρι
(Τραγούδησέ μου ένα λυπητερό τραγούδι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
πονηρός :3, στενάχωρος