ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γνώθω (ρ.) γνώρω [ˈɣnoro] Αραβαν. γνώω [ˈɣnoo] Αραβαν., Γούρδ. Παρατατ. γνώισκα [ˈɣnoiska] Γούρδ. Αόρ. έγνωσα [ˈeɣnosa] Αραβαν., Γούρδ. έγκνωσα [ˈegnosa] Αραβαν. Υποτ. γνώσω [ˈɣnoso] Αραβαν., Τελμ. Προστ. γκνώσε [ˈgnose] Αραβαν. γκωνώσε [goˈnose] Αραβαν. Από το μεσν. ρ. γνώθω, το οπ. από το αρχ. γιγνώσκω με βάση το θ. του αορ. ἔγνωσα. Ο τύπ. γκωνώσε με ανάπτυξη [ο] για διάσπαση του συμφωνικού συμπλέγμ. Η λ. με τις ίδιες σημ. και Κρήτ. (βλ. ΙΛΝΕ, λ. γνώθω 5).
1. Αμτβ., ξυπνώ Αραβαν., Γούρδ., Τελμ. : Όντεν έγνωσαν τα χ̇ıζμεκιάρια, έτρεξαν κοριτσ̑ού το οντά (Όταν ξύπνησαν οι υπηρέτες, έτρεξαν στο δωμάτιο το κοριτσιού) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ασ' χύρας το κρούσιμο έγνωσα και πετάστα ασ' το στρώσιμ' κάτω (Από το χτύπημα της πόρτας ξύπνησα και πετάχτηκα κάτω από το στρώμα μου) Γούρδ. -Καράμπ. || Παροιμ. Παπά κόρ' έγνωσε! (Του παπά η κόρη «ξύπνησε»!˙ Όταν κάποιος αργεί να καταλάβει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Τζην νύχτα καβαλίκευσε, πουρ να γνώσ' η καλή του ((Την νύχτα καβαλίκευσε, πριν να ξυπνήσει η καλή του)) Τελμ. -Lag. Συνών. ξυπνώ :1, ουγιαντώ
2. Μτβ., αφυπνίζω, ξυπνώ κάποιον Αραβαν., Γούρδ. : Είπε «Ας κοιμερώ λίγο και, όνdεν έρτσ̑' το κ͑ι̂ρμιζί το λερό, γκωνώσε με». Ήρτε το κ͑ι̂ρμιζί το λερό και έγκνωσέν ντο (Είπε «Ας κοιμηθώ λίγο και, όταν έρθει το κόκκινο νερό, ξύπνα με». Ήρθε το κόκκινο το νερό και την ξύπνησε) Αραβαν. -Dawk. Συνών. ξυπνώ :2, ουγιαντιρντίζω