γλυμμίζω
(ρ.)
γλυμμίζω
[ɣliˈmizo]
Αξ., Σινασσ., Φάρασ.
γλυμμώ
[ɣliˈmo]
Φάρασ.
γουλμμώ
[ɣulˈmo]
Τελμ.
γ̇ϋλμμώ
[ɣylˈmo]
Τελμ.
Αόρ.
γλούμμ'σα
[ˈɣlumsa]
Τελμ.
γλΰμμ'σα
[ˈɣlymsa]
Τελμ.
Από το αρχ. ουσ. γλύμμα = εγχάρακτη εικόνα, σφραγιδόλιθος, μεταρρημ. ουσ. από το ρ. γλύφω = σκαλίζω, χαράζω. Οι τύποι σε -ώ προέκυψαν από τον τύπο σε -ίζω με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. Οι τύποι με γϋλ- και γουλ- με μετάθ. του [l].
1. Σκαλίζω
ό.π.τ.
:
Κόρ', δώ μ' ένα τζόπ', ας έννα γλυμμίσω τα δόνdια μ'
(Κόρη μου, δώσ' μου ένα ραβδί για να καθαρίσω τα δόντια μου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κι εκείνα και λεν: «Φέρ' ένα τσ̑όπ' και αζ γουλμμήσουμ' τα ζόνdζ̑ια μας»· κι εκείν' ήφερεν ένα τσ̑όπ' και γλΰμμ'σαν τα ζόνdζ̑ια τουν
(Κι εκείνα είπαν: «Φέρε ένα ραβδί και ας καθαρίσουμε τα δόντια μας»· κι εκείνη έφερε ένα ραβδί και καθάρισαν τα δόντια τους)
Τελμ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Το 'ρνίθι γλυμμίζει, γλυμμίζει, έβγκαλεν ντα κάκε πάνου
(Η κότα σκάλιζε σκάλιζε, εβγαλε τα σκατά πάνω˙ λέγεται για όσους εξετάζουν πολύ σχολαστικά κάτι, και στο τέλος φτάνουν σε δυσάρεστα ευρήματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Μτφ., εξετάζω (πολύ) λεπτομερειακά
Αξ., Σινασσ.
:
Άφησ' τα, με τα γλυμμίζ̑εις
(Άφησε τα, μην τα σκαλίζεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ταρκουρώ
3. Αφαιρώ, αποσπώ
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Ζούλεπ’ την γκασβάρα, να γλυμμήσει τα ’φτάλμε σου
(Θρέψε τον κόρακα, να βγάλει τα μάτια σου˙ όταν κάποιος κάνει καλό σε αχάριστους ανθρώπους που μελλοντικά θα τον βλάψουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βγάλλω