ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γλυμμίζω (ρ.) γλυμμίζω [ɣliˈmizo] Αξ., Σινασσ., Φάρασ. γλυμμώ [ɣliˈmo] Φάρασ. γουλμμώ [ɣulˈmo] Τελμ. γ̇ϋλμμώ [ɣylˈmo] Τελμ. Αόρ. γλούμμ'σα [ˈɣlumsa] Τελμ. γλΰμμ'σα [ˈɣlymsa] Τελμ. Από το αρχ. ουσ. γλύμμα = εγχάρακτη εικόνα, σφραγιδόλιθος, μεταρρημ. ουσ. από το ρ. γλύφω = σκαλίζω, χαράζω. Οι τύποι σε προέκυψαν από τον τύπο σε -ίζω με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. Οι τύποι με γϋλ- και γουλ- με μετάθ. του [l].
1. Σκαλίζω ό.π.τ. : Κόρ', δώ μ' ένα τζόπ', ας έννα γλυμμίσω τα δόνdια μ' (Κόρη μου, δώσ' μου ένα ραβδί για να καθαρίσω τα δόντια μου) Σινασσ. -Αρχέλ. Κι εκείνα και λεν: «Φέρ' ένα τσ̑όπ' και αζ γουλμμήσουμ' τα ζόνdζ̑ια μας»· κι εκείν' ήφερεν ένα τσ̑όπ' και γλΰμμ'σαν τα ζόνdζ̑ια τουν (Κι εκείνα είπαν: «Φέρε ένα ραβδί και ας καθαρίσουμε τα δόντια μας»· κι εκείνη έφερε ένα ραβδί και καθάρισαν τα δόντια τους) Τελμ. -Dawk. || Παροιμ. Το 'ρνίθι γλυμμίζει, γλυμμίζει, έβγκαλεν ντα κάκε πάνου (Η κότα σκάλιζε σκάλιζε, εβγαλε τα σκατά πάνω˙ λέγεται για όσους εξετάζουν πολύ σχολαστικά κάτι, και στο τέλος φτάνουν σε δυσάρεστα ευρήματα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Μτφ., εξετάζω (πολύ) λεπτομερειακά Αξ., Σινασσ. : Άφησ' τα, με τα γλυμμίζ̑εις (Άφησε τα, μην τα σκαλίζεις) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ταρκουρώ
3. Αφαιρώ, αποσπώ Φάρασ. : || Παροιμ. Ζούλεπ’ την γκασβάρα, να γλυμμήσει τα ’φτάλμε σου (Θρέψε τον κόρακα, να βγάλει τα μάτια σου˙ όταν κάποιος κάνει καλό σε αχάριστους ανθρώπους που μελλοντικά θα τον βλάψουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βγάλλω