γλύτωμα
(ουσ.)
γλύτωμα
[ˈɣlitoma]
Φάρασ.
γούλτωμα
[ˈɣultoma]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ.
γκούλτωμα
[ˈgultoma]
Ουλαγ.
qούλτωμα
[ˈqultoma]
Φλογ.
γούλτουμα
[ˈɣultuma]
Μισθ.
γούλτσημα
[ˈɣultsima]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. γλύτωμα, το οπ. από το ρ. γλυτώνω (θ. γλυτω-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Οι τύποι με γουλ- με μετάθ. του [l]. Ο τύπ. γούλτσημα με βάση τον τύπ. αορ. γούλτσησα.
1. Απαλλαγή, λύτρωση, σωτηρία
ό.π.τ.
:
Σηκωθείτε, μη στήκνεστε! Ήρταν ς Ρωμοσύνης του γλυτωμάτου οι μέρες!
(Σηκωθείτε, μη στέκεστε! Ήρθαν οι μέρες της λύτρωσης της Ρωμιοσύνης!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Απ' εκεινιαρώ ντα 'έρια ντο γκούλτωμα γκολάι ντέ 'ναι
(Από κείνου τα χέρια δεν είναι εύκολο να γλυτώσεις)
Ουλαγ.
-Κεσ.
β.
Ειδικότ., απαλλαγή από το κακό μάτι, ξεμάτιασμα
Σίλ.
2. Τοκετός
κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ.
:
Ντο γκούλτωμα ουτσ̑ά γκολάι 'να όγρο 'ναι μι σανdάς;
(Η γέννα έτσι εύκολη υπόθεση είναι νομίζεις;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Φσ̑αχού ντου γούλτουμα τσ̑όδουν ζόρ'
(Ο τοκετός ήταν δύσκολος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γούλτσημά τσης καλό ρε ήτου
(Ο τοκετός της δεν ήταν ομαλός)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γέννημα