ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γλύτωμα (ουσ.) γλύτωμα [ˈɣlitoma] Φάρασ. γούλτωμα [ˈɣultoma] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ. γκούλτωμα [ˈgultoma] Ουλαγ. qούλτωμα [ˈqultoma] Φλογ. γούλτουμα [ˈɣultuma] Μισθ. γούλτσημα [ˈɣultsima] Σίλ. Νεότ. ουσ. γλύτωμα, το οπ. από το ρ. γλυτώνω (θ. γλυτω-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Οι τύποι με γουλ- με μετάθ. του [l]. Ο τύπ. γούλτσημα με βάση τον τύπ. αορ. γούλτσησα.
1. Απαλλαγή, λύτρωση, σωτηρία ό.π.τ. : Σηκωθείτε, μη στήκνεστε! Ήρταν ς Ρωμοσύνης του γλυτωμάτου οι μέρες! (Σηκωθείτε, μη στέκεστε! Ήρθαν οι μέρες της λύτρωσης της Ρωμιοσύνης!) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Απ' εκεινιαρώ ντα 'έρια ντο γκούλτωμα γκολάι ντέ 'ναι (Από κείνου τα χέρια δεν είναι εύκολο να γλυτώσεις) Ουλαγ. -Κεσ.
β. Ειδικότ., απαλλαγή από το κακό μάτι, ξεμάτιασμα Σίλ.
2. Τοκετός κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ. : Ντο γκούλτωμα ουτσ̑ά γκολάι 'να όγρο 'ναι μι σανdάς; (Η γέννα έτσι εύκολη υπόθεση είναι νομίζεις;) Ουλαγ. -Κεσ. Φσ̑αχού ντου γούλτουμα τσ̑όδουν ζόρ' (Ο τοκετός ήταν δύσκολος) Μισθ. -Κοτσαν. Γούλτσημά τσης καλό ρε ήτου (Ο τοκετός της δεν ήταν ομαλός) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γέννημα