γλίστρα
(ουσ.)
γλίστρα
[ˈɣlistra]
Αραβαν., Γούρδ.
γιλίστρα
[ʝiˈlistra]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. γλίστρα με αναδρομικό σχηματ. από το ρ. γλιστρώ.
Ολισθηρότητα
ό.π.τ.