γλουκάχανα
(ουσ. θηλ.)
γλουκάχανα
[ɣluˈkaxana]
Φάρασ.
Κατά τον Παπαδόπουλο-Κεραμέα (1885: 155) τον οπ. ακολουθεί ο Dawkins (1916: 156), σύνθετη σύνθ. λέξη από το επίθ. γλυκός και το ουσ. λάχανο, με ανομοιωτ. αποβολή συλλαβής. Πιθανότερη η σύναψη με το μεταγν. φυτωνύμιο ἄκανος = το φυτό Atractylis gummifera (ιξία) αλλά και γαϊδουράγκαθο, ή εναλλακτικά με το μεσν. ουσ. λυκόφανον = εχινόποδον.
Είδος φυτού, ιξία ή χαμαιλέων, από την ρίζα του οπ. τρέχει υγρό που όταν πήζει γίνεται μαστίχα