γλυκόγαλα
(ουσ. ουδ.)
γι̂λκύγαλα
[ɣɯlˈciɣala]
Αξ., Αραβαν.
γουλτίγαλα
[ɣulˈtiɣala]
Μισθ.
Από το επίθ. γλυκός, όπου και τύπ. γι̂λκύ και γουλτσύ, και το ουσ. γάλα (με μετακίνηση τόνου ως ένδειξη σύνθεσης) από την φρ. γι̂λκύ γάλα που μαρτυρείται με διάφορες παραλλαγές του γλυκός σε άλλες περιοχές της Καππαδοκίας (βλ. λ. γλυκός) και αναφέρεται στο μη όξ̑ινο γάλα = γιαούρτι (Αραβ.) ή οξ̑ύγαλα (Αξ.).
Γάλα
ό.π.τ.
:
Όπως του αργιαλού φαΐ σ̑άνουμ τσι γουλτίγαλατ' φαΐ· εκείνο το κάνουν με αριάνι και αυτό, εκείνου σ̑άνουμ' ντου μι γάλα
(Όπως το φαΐ με αριάνι (αριανλού φαΐ) κάνουμε και φαΐ με γάλα· εκείνο το κάνουν με αριάνι και αυτό, εκείνο το κάνουμε με γάλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γάλα