ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάλα (ουσ. ουδ.) γάλα [ˈɣala] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. qάλα [ˈqala] Μαλακ., Φλογ. γκάλα [ˈgala] Μαλακ., Ουλαγ. κάλα [ˈkala] Μισθ. γα [ɣa] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Γεν. γάλαγιου [ˈɣalaʝu] Ουλαγ. γαλάτου [ɣaˈlatu] Σίλ. γάλατ' [ˈɣalat] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. γάλα.
1. Γάλα ό.π.τ. : Χτσηνιού το μαστάρ' γιομώχη ασ' το πολύ γάλα· αλμεξέτ' το άλλο! (Το μαστάρι της αγελάδας γέμισε από το πολύ γάλα· αρμέξτε την πια!) Γούρδ. -Καράμπ. Θα σι γιαγλαΐσου μι ντο όξ̑ινου ντου γάλα (Θα σε πασαλείψω με το γιαούρτι) Μισθ. -Κοτσαν. Ντουβράιζαμ' ντου γάλα μι ντου ντουρβάν', βγάλλιξαμ' βούτ'ρους (Χτυπούσαμε το γάλα στο δρουβάνι για να βγάλουμε βούτυρο) Μισθ. -Κοτσαν. Βαλιού γάλα ντεν τρως, ε; (Δεν πίνεις βουβαλίσιο γάλα, ε;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ο τσ̑οbάνους λίμιξιν το γα (Ο τσομπάνος άρμεξε το γάλα) Τσουχούρ. -Dawk. 'σ' τ' α̈ν πρόβατο έβκαα τα ατό το γα (Από το ένα πρόβατο έβγαλα αυτό το γάλα) Αφσάρ. -Αναστασ. Δουλεύ' 'ς ένα τίδου τυροκομείο, μοιράζ' γάλαδα (Δουλεύει σ' ένα τέτοιο τυροκομείο, μοιράζει γάλατα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γαμώ δου γάλα τ'νι, κοπρόσκυλα! (Γαμώ το γάλα τους, κοπρόσκυλα!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Γάλα γλυκύ (Γλυκό γάλα˙ φρέσκο νωπό γάλα (σε αντίθεση προς το γιαούρτι)) Μισθ., Φάρασ., Σίλ., Ανακ. -Κωστ.Σ. γ̇υλτσ̑ύ γάλατ' γαμπάγια (Κολοκύθια του γλυκού γάλακτος˙ είδος φαγητού από φρέσκα κολοκύθια μαγειρεμένα με λίπος και γάλα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Όξ̑ινο γάλα (Ξινό γάλα˙ ξινόγαλα ή γιαούρτι) Μισθ., Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Mακαρτωμένο γα (Πυτιασμένο γάλα˙ ξινόγαλα, γιαούρτι) Φάρασ. -Καρολ. Τοβραγιού γάλα (Γάλα σε τορβά˙ στραγγιστό γάλα για γιαούρτι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ταβρήθηκε το γάλα μου (Τραβήχτηκε το γάλα μου˙ μου κόπηκε το γάλα, για λεχώνες) Φάρασ., Φλογ., Αξ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Τσ̑αλντώ γάλα (Χτυπώ γάλα˙ Βάζω μαγιά στο γάλα για να γίνει γιαούρτι) Φάρασ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πουλλού γα (Πουλιού γάλα˙ του πουλιού το γάλα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Έχ' κάλα (Έχει γάλα˙ δεν έχει μεστώσει, για το σιτάρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Άσπρο ανdί γα (Άσπρος σαν το γάλα˙ με πολύ λευκό δέρμα) Φάρασ. -Αναστασ. || Παροιμ. Ασ' το γάλα κάγεν το στόμα τ', και τ' αριάσ' φυσά και πσ̑ίν' ντo (Από το γάλα κάηκε το στόμα του, και το αριάνι το φυσά και το πίνει˙ όποιος καεί στον χυλό, φυσά και το γιαούρτι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ακούμ' μάνα σ' το γάλα μυρίσ̑' σο στόμα σ' (Ακόμα της μάνας σου το γάλα μυρίζει στο στόμα σου˙ για κάποιον μικρό στην ηλικία που παριστάνει ότι τα ξέρει όλα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το χτσ̑ήνο, αν ντε χιωρήσ̑' το τανά τ', γάλα ντε κατεβάσ' (Η αγελάδα, αν δεν δει το μοσχάρι της, δεν κατεβάζει γάλα˙ για να επιτύχουμε κάτι, πρέπει να δώσουμε το κατάλληλο κίνητρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το γιάδι του τζ̑' 'α ιδεί το μουσκάριν ντου, γα τζ̑ο κατεβάζει (Η αγελάδα που δεν θα δει το μοσχάρι της, γάλα δεν κατεβάζει˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Εσθένησεν Ακρίτσης μου χρόνον και πένdε μήνες
Έγρεψεν αρνιακόν κριάς, μαύρου προβάτου γάλα
(Αρρώστησ' ο Ακρίτας μου ένα χρόνο και πέντε μήνες
Ζήτησε κρέας αρνίσιο, μαύρου προβάτου γάλα)
Τελμ. -Αλεκτ.
Συνών. γλυκόγαλα
2. Παχύρρευστο ανοιχτόχρωμο υγρό, οπός θεραπευτικών φυτών Φάρασ. : Κάτι χόρτα τα δίνκαμε για ευκοίλια· μαζεύκαμε το γάλα τους και ήτουνε γιατρικό (Κάτι χόρτα τα δίναμε για ευκοίλια· μαζεύαμε τον οπό τους και ήταν γιατρικό) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142