γάλα
(ουσ. ουδ.)
γάλα
[ˈɣala]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
qάλα
[ˈqala]
Μαλακ., Φλογ.
γκάλα
[ˈgala]
Μαλακ., Ουλαγ.
κάλα
[ˈkala]
Μισθ.
γα
[ɣa]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Γεν.
γάλαγιου
[ˈɣalaʝu]
Ουλαγ.
γαλάτου
[ɣaˈlatu]
Σίλ.
γάλατ'
[ˈɣalat]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. γάλα.
1. Γάλα
ό.π.τ.
:
Χτσηνιού το μαστάρ' γιομώχη ασ' το πολύ γάλα· αλμεξέτ' το άλλο!
(Το μαστάρι της αγελάδας γέμισε από το πολύ γάλα· αρμέξτε την πια!)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Θα σι γιαγλαΐσου μι ντο όξ̑ινου ντου γάλα
(Θα σε πασαλείψω με το γιαούρτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντουβράιζαμ' ντου γάλα μι ντου ντουρβάν', βγάλλιξαμ' βούτ'ρους
(Χτυπούσαμε το γάλα στο δρουβάνι για να βγάλουμε βούτυρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Βαλιού γάλα ντεν τρως, ε;
(Δεν πίνεις βουβαλίσιο γάλα, ε;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ο τσ̑οbάνους λίμιξιν το γα
(Ο τσομπάνος άρμεξε το γάλα)
Τσουχούρ.
-Dawk.
'σ' τ' α̈ν πρόβατο έβκαα τα ατό το γα
(Από το ένα πρόβατο έβγαλα αυτό το γάλα)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Δουλεύ' 'ς ένα τίδου τυροκομείο, μοιράζ' γάλαδα
(Δουλεύει σ' ένα τέτοιο τυροκομείο, μοιράζει γάλατα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γαμώ δου γάλα τ'νι, κοπρόσκυλα!
(Γαμώ το γάλα τους, κοπρόσκυλα!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Γάλα γλυκύ
(Γλυκό γάλα˙ φρέσκο νωπό γάλα (σε αντίθεση προς το γιαούρτι))
Μισθ., Φάρασ., Σίλ., Ανακ.
-Κωστ.Σ.
γ̇υλτσ̑ύ γάλατ' γαμπάγια
(Κολοκύθια του γλυκού γάλακτος˙ είδος φαγητού από φρέσκα κολοκύθια μαγειρεμένα με λίπος και γάλα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Όξ̑ινο γάλα
(Ξινό γάλα˙ ξινόγαλα ή γιαούρτι)
Μισθ., Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Mακαρτωμένο γα
(Πυτιασμένο γάλα˙ ξινόγαλα, γιαούρτι)
Φάρασ.
-Καρολ.
Τοβραγιού γάλα
(Γάλα σε τορβά˙ στραγγιστό γάλα για γιαούρτι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ταβρήθηκε το γάλα μου
(Τραβήχτηκε το γάλα μου˙ μου κόπηκε το γάλα, για λεχώνες)
Φάρασ., Φλογ., Αξ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Τσ̑αλντώ γάλα
(Χτυπώ γάλα˙ Βάζω μαγιά στο γάλα για να γίνει γιαούρτι)
Φάρασ., Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πουλλού γα
(Πουλιού γάλα˙ του πουλιού το γάλα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Έχ' κάλα
(Έχει γάλα˙ δεν έχει μεστώσει, για το σιτάρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Άσπρο ανdί γα
(Άσπρος σαν το γάλα˙ με πολύ λευκό δέρμα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Ασ' το γάλα κάγεν το στόμα τ', και τ' αριάσ' φυσά και πσ̑ίν' ντo
(Από το γάλα κάηκε το στόμα του, και το αριάνι το φυσά και το πίνει˙ όποιος καεί στον χυλό, φυσά και το γιαούρτι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ακούμ' μάνα σ' το γάλα μυρίσ̑' σο στόμα σ'
(Ακόμα της μάνας σου το γάλα μυρίζει στο στόμα σου˙ για κάποιον μικρό στην ηλικία που παριστάνει ότι τα ξέρει όλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το χτσ̑ήνο, αν ντε χιωρήσ̑' το τανά τ', γάλα ντε κατεβάσ'
(Η αγελάδα, αν δεν δει το μοσχάρι της, δεν κατεβάζει γάλα˙ για να επιτύχουμε κάτι, πρέπει να δώσουμε το κατάλληλο κίνητρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το γιάδι του τζ̑' 'α ιδεί το μουσκάριν ντου, γα τζ̑ο κατεβάζει
(Η αγελάδα που δεν θα δει το μοσχάρι της, γάλα δεν κατεβάζει˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Εσθένησεν Ακρίτσης μου χρόνον και πένdε μήνες
Έγρεψεν αρνιακόν κριάς, μαύρου προβάτου γάλα (Αρρώστησ' ο Ακρίτας μου ένα χρόνο και πέντε μήνες
Ζήτησε κρέας αρνίσιο, μαύρου προβάτου γάλα) Τελμ. -Αλεκτ. Συνών. γλυκόγαλα
Έγρεψεν αρνιακόν κριάς, μαύρου προβάτου γάλα (Αρρώστησ' ο Ακρίτας μου ένα χρόνο και πέντε μήνες
Ζήτησε κρέας αρνίσιο, μαύρου προβάτου γάλα) Τελμ. -Αλεκτ. Συνών. γλυκόγαλα
2. Παχύρρευστο ανοιχτόχρωμο υγρό, οπός θεραπευτικών φυτών
Φάρασ.
:
Κάτι χόρτα τα δίνκαμε για ευκοίλια· μαζεύκαμε το γάλα τους και ήτουνε γιατρικό
(Κάτι χόρτα τα δίναμε για ευκοίλια· μαζεύαμε τον οπό τους και ήταν γιατρικό)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142