ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαΐπης (επίθ.) γαΐπης [ɣaˈipis] Μισθ. γαΐπι [ɣaˈipi] Αραβαν., Μισθ., Φάρασ. γαΐπ' [ɣaˈip] Αξ. γάιπ' [ˈɣaip] Αξ. Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. gayp ή gaip ή kayıp = α) ως ουσ., απουσία, ιδιότητα αόρατου β) ως επίθ., αόρατος, άφαντος, απών, κρυμμένος.
1. Αόρατος, άφαντος ό.π.τ. : ’ίνουμαι γαΐπι (Γίνομαι άφαντος) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Τρέει και κλώει να το ηύρ', φάκατ εκείνο γένεν γαΐπ' (Τρέχει και γυρίζει να τον βρει, αλλά εκείνος έγινε άφαντος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Φτένω γαΐπη (Γίνομαι άφαντος˙ εξαφανίζομαι) Φάρασ. Πήεν σο γαΐπι (Πήγε στο άφαντο˙ Χάθηκε, εξαφανίστηκε) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Συνών. αλίσπαρτος :1, άφαντος
2. Αγνοούμενος Φάρασ.