γαΐπης
(επίθ.)
γαΐπης
[ɣaˈipis]
Μισθ.
γαΐπι
[ɣaˈipi]
Αραβαν., Μισθ., Φάρασ.
γαΐπ'
[ɣaˈip]
Αξ.
γάιπ'
[ˈɣaip]
Αξ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. gayp ή gaip ή kayıp = α) ως ουσ., απουσία, ιδιότητα αόρατου β) ως επίθ., αόρατος, άφαντος, απών, κρυμμένος.
1. Αόρατος, άφαντος
ό.π.τ.
:
’ίνουμαι γαΐπι
(Γίνομαι άφαντος)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Τρέει και κλώει να το ηύρ', φάκατ εκείνο γένεν γαΐπ'
(Τρέχει και γυρίζει να τον βρει, αλλά εκείνος έγινε άφαντος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Φτένω γαΐπη
(Γίνομαι άφαντος˙ εξαφανίζομαι)
Φάρασ.
Πήεν σο γαΐπι
(Πήγε στο άφαντο˙ Χάθηκε, εξαφανίστηκε)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Συνών.
αλίσπαρτος :1, άφαντος
2. Αγνοούμενος
Φάρασ.