γαΐμ
(επίθ.)
γαΐμ
[ɣaˈim]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. kayım = ανθεκτικός, γερός, συμπαγής (THADS, λ. kayım I).
1. Δυνατός
:
Γαΐμ σερνικός
(δυνατός άντρας)
Μισθ.
Συνών.
αζγούνης :1, γεγίνης, σαγλάμι, Αντίθ
βακιτσούζη, γουβετσούζης
2. Σκληρός
Συνών.
αζντουρμά, γάρτης, ζαλίμης :1, μαρσίχι, Αντίθ
γιουμουσάχης, μαλακούτσικος