γαΐμ
(επίθ.)
γαΐμ
[ɣaˈim]
Μισθ., Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. kayım = ανθεκτικός, γερός, συμπαγής (THADS, λ. kayım I).
1. Δυνατός
Μισθ.
:
Γαΐμ σερνικός
(δυνατός άντρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αζγούνης :1, γεγίνης, σαγλάμι :1, Αντίθ
βακιτσούζη, γουβετσούζης
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025