γαΐμ
(επίθ.)
γαΐμ
[ɣaˈim]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. kayım = ανθεκτικός, γερός, συμπαγής (THADS, λ. kayım I).
2. Σκληρός
Συνών.
αζντουρμά :2, γάρτης :1, ζαλίμης :1, μαρσίχι :2