γαϊντσό
(ουσ. αρσ.)
γάιντσ̑ο
[ˈɣaintʃo]
Μισθ.
γαΐτς
[ɣaˈits]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kayınçο= αδελφός της συζύγου (< kayın + eçü), όπου και διαλεκτ. τύπ. kayınçı.