ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊντσό (ουσ. αρσ.) γάιντσ̑ο [ˈɣaintʃo] Μισθ. γάινσο [ˈɣainso] Αξ. γαΐτς [ɣaˈits] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kayınçο= αδελφός της συζύγου (< kayın + eçü), όπου και διαλεκτ. τύπ. kayınçı.
1. Αδελφός-ή του-της συζύγου, κουνιάδος-α ό.π.τ. Συνών. γαϊνής
2. Ο σύζυγος της αδελφής, γαμπρός Αξ. Συνών. γαμπρός :2, ένιστε
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025