ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊντέ (ουσ. ουδ.) γαϊdέ [ɣaiˈde] Σίλ. γαϊdά [ɣaiˈda] Μισθ. γαϊτές [ɣaiˈtes] Φάρασ. γαϊτα̈́ς [ɣaiˈtes] Αφσάρ. Aπό το τουρκ. ουσ. kaide = α) κανόνας, κανονισμός β) έθιμο γ) βάση, βάθρο γ) μουσικός κανόνας, δρόμος.
1. Έθιμο Σίλ. : Τσο σ' τα ποίσ'τι, ω κόρες, Σίλλιας μας τα γαϊdέ μπασκά ήγνου! (Τι να κάνουμε, κορίτσια, της Σίλλης μας τα έθιμα ήταν αλλιώτικα!) Σίλ. -Καρίπ. Συνών. αντέτι
2. Δραστηριότητες, υποθέσεις Μισθ. : Χωρανούς γαϊdάια μη γκιαλαέψουμ' (Να μη συζητήσουμε ξένες υποθέσεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Μελωδία, σκοπός Αφσάρ., Φάρασ. Συνών. χαβάς