γαϊντέ
(ουσ. ουδ.)
γαϊdέ
[ɣaiˈde]
Σίλ.
γαϊdά
[ɣaiˈda]
Μισθ.
γαϊτές
[ɣaiˈtes]
Φάρασ.
γαϊτα̈́ς
[ɣaiˈtes]
Αφσάρ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kaide = α) κανόνας, κανονισμός β) έθιμο γ) βάση, βάθρο γ) μουσικός κανόνας, δρόμος.
1. Έθιμο
Σίλ.
:
Τσο σ' τα ποίσ'τι, ω κόρες, Σίλλιας μας τα γαϊdέ μπασκά ήγνου!
(Τι να κάνουμε, κορίτσια, της Σίλλης μας τα έθιμα ήταν αλλιώτικα!)
Σίλ.
-Καρίπ.
Συνών.
αντέτι
2. Δραστηριότητες, υποθέσεις
Μισθ.
:
Χωρανούς γαϊdάια μη γκιαλαέψουμ'
(Να μη συζητήσουμε ξένες υποθέσεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ