γαϊδουρόκκο
(ουσ. ουδ.)
γαϊδαρόκκο
[ɣaiðaˈrokο]
Φάρασ.
γαϊριδόκκο
[ɣairiˈðοkο]
Φάρασ.
Από το ουσ. γαϊδούρι, όπου και τύπ. γαϊρίδι, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.