ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊδουρόκκο (ουσ. ουδ.) γαϊδαρόκκο [ɣaiðaˈrokο] Φάρασ. γαϊριδόκκο [ɣairiˈðοkο] Φάρασ. Από το ουσ. γαϊδούρι, όπου και τύπ. γαϊρίδι, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό γαϊδούρι, γαϊδουράκι ό.π.τ. : Παίρ’κεν ντο γαϊριδόκκο, πααίνκε να σωρέψει χορταρόκκα (Έπαιρνε το γαϊδουράκι, πήγαινε να μαζέψει χορταράκια) Φάρασ. -Dawk. Συνών. κουρόκκο, σιπά